Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαδρομώ — ( έω) 1. διατρέχω 2. (για ιστιοφόρα) εκτελώ διαδρομές, βόλτες … Dictionary of Greek
διαδρόμῳ — διάδρομος running through masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)